συμπέθερος

συμπέθερος
(πλ. συμπέθεροι и συμπεθέροι) ο
1) сват (отец одного из супругов); 2) родственник по браку, свойственник

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "συμπέθερος" в других словарях:

  • συμπέθερος — ο / συμπένθερος, ΝΜ, θηλ. συμπεθέρα, τ. αρσ. στον πληθ. και συμπεθέροι, Ν, και συμπενθερός, θηλ. συμπενθέρα και συμπενθερά, Μ ο εξ αγχιστείας συγγενής νεοελλ. (το αρσ. στον πληθ.) οι συμπέθεροι και συμπεθέροι οι γονείς τού γαμπρού και τής νύφης… …   Dictionary of Greek

  • συμπέθερος — ο θηλ. συμπεθέρα 1. συγγενής εξ επιγαμίας. 2. ειδικότερα οι γονείς του γαμπρού και της νύφης μεταξύ τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βλαστός — I Επώνυμο λογίων, από διάφορες περιόδους της ελληνικής ιστορίας, κυρίως κρητικής καταγωγής. 1. Αλέξανδρος (1816 – 1844). Γιατρός από τη Χίο. Το 1822 κατέφυγε στην Τεργέστη για να αποφύγει τους διωγμούς των Τούρκων. Ο ίδιος σπούδασε ιατρική στη… …   Dictionary of Greek

  • γαμπρός — ο (AM γαμβρός) 1. σύζυγος τής θυγατέρας κάποιου 2. σύζυγος τής αδελφής 3. ο νιόπαντρος ή εκείνος που ετοιμάζεται να παντρευτεί, ο μνηστήρας νεοελλ. 1. καθένας που βρίσκεται σε ηλικία γάμου ή θέλει να παντρευτεί 2. φρ. α) «σαν θέλει η νύφη κι ο… …   Dictionary of Greek

  • συμπένθερος — και συμπενθερός, ὁ, θηλ. συμπενθέρα και συμπενθερά, Μ βλ. συμπέθερος …   Dictionary of Greek

  • συμπεθερεύω — Ν [συμπέθερος] συμπεθεριάζω …   Dictionary of Greek

  • συμπεθεριάζω — συμπενθεριάζω ΝΜ [συμπε(ν)θερία] είμαι ή γίνομαι συμπέθερος νεοελλ. παροιμ. φρ. «αν δεν ταιριάζανε, δεν θα συμπεθεριάζανε» δηλώνει ότι κάθε άνθρωπος συναναστρέφεται με τους ομοίους του, δηλαδή με εκείνους που τού ταιριάζουν …   Dictionary of Greek

  • συμπεθερικός — ή, ό, θηλ. και ιά, Ν [συμπέθερος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους συμπεθέρους 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα συμπεθερικά οι εξ αγχιστείας συγγενείς …   Dictionary of Greek

  • συμπεθεριό — το, τ. πληθ. και συμπεθέρια, Ν [συμπέθερος] 1. η συμπεθεριά 2. συνεκδ. οι συμπέθεροι ως σύνολο …   Dictionary of Greek

  • συμπεθερεύω — και συμπεθεριάζω συμπεθέρεψα και συμπεθέριασα, γίνομαι συμπέθερος, γίνομαι συγγενής κάποιου εξ επιγαμίας: Με το γάμο των παιδιών τους συμπεθέριασαν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»